- πολύγραφος
- ομηχάνημα παραγωγής αντιγράφων από χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο πρωτότυπο: Υπάρχουν πολλοί τύποι πολυγράφων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυγράφος — writing much masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγράφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
πολύγραφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
πολυγράφος, -ος, -ο — αυτός που γράφει πολλά: Πολυγραφότατος συγγραφέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυγραφώτατος — πολυγράφος writing much masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγράφοι — πολυγράφος writing much masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Зенон из Сидона — ученик афинского эпикурейца Аполлодора (II в. до Р. X.). Циперон ( De Nat. D. ) называет его главою эпикурейцев и остроумнейшим из них; по свидетельству Диогена Лаэрция, он много писал (πολυγράφος άνηρ); Прокл говорит об одном его сочинении, в… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Зенон Сидонский — У этого термина существуют и другие значения, см. Зенон. Зенон из Сидона Ζήνων ο Σιδώνιος Направление: эпикуреизм Зенон из Сидона (др. греч. Ζήνων ο Σιδώνιος; II … Википедия
Зенон из Сидона — ученик афинского эпикурейца Аполлодора (II века до н. э.). Цицерон («De De natura deorum») называет его главой эпикурейцев и остроумнейшим из них; по свидетельству Диогена Лаэрция, он много писал (греч. πολυγράφος άνηρ); Прокл говорит об одном… … Википедия
Polígrafo — (Del gr. polys , mucho + grapho, escribir.) ► sustantivo 1 Persona que se dedica al estudio y cultivo de la poligrafía. 2 Persona que escribe sobre materias diferentes. ► sustantivo masculino 3 Costa Rica TECNOLOGÍA Máquina que se emplea para… … Enciclopedia Universal